- ὁδοίπορος
- ὁδοί - πορος: travelling, as subst., wayfarer, Il. 24.375†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ὁδοιπόρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδοιπόρος — ο (Α ὁδοιπόρος) 1. αυτός που διανύει πεζός μια απόσταση, αυτός που κάνει οδοιπορία 2. παροιμ. φρ. «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει λέγεται για να δηλώσει ότι η παράβαση τών κανόνων τής νηστείας στους ασθενείς και στους οδοιπόρους… … Dictionary of Greek
οδοιπόρος — ο αυτός που πορεύεται, αλλ. στρατοκόπος, στρατηλάτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁδοιπόροις — ὁδοίπορος wayfarer masc dat pl ὁδοιπόρος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπόροισιν — ὁδοίπορος wayfarer masc dat pl (epic ionic aeolic) ὁδοιπόρος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπόρου — ὁδοίπορος wayfarer masc gen sg ὁδοιπόρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπόρους — ὁδοίπορος wayfarer masc acc pl ὁδοιπόρος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπόρων — ὁδοίπορος wayfarer masc gen pl ὁδοιπόρος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπόρῳ — ὁδοίπορος wayfarer masc dat sg ὁδοιπόρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπόρε — ὁδοιπόρος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπόροι — ὁδοιπόρος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)